Το ουροποιητικό σύστημα φυσιολογικά είναι στείρο μικροβίων. Ωστόσο η ουρήθρα συχνά αποικίζεται από βακτήρια τα οποία μπορούν να εισέλθουν στην ουροδόχο κύστη και να προκαλέσουν λοίμωξη. Οι ουρολοιμώξεις στις νέες προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες σχετίζεται συνήθως με τη σεξουαλική δραστηριότητα, ενώ οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες έχουν διαφορετικούς παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με συνοδά νοσήματα , συμπεριλαμβανομένης της κολπικής ατροφίας λόγω ανεπάρκειας οιστρογόνων και την αυξημένη στάση των ούρων. Οι μικροοργανισμοί στα ούρα μπορεί να είναι με ή χωρίς συμπτώματα. Σε περίπτωση που ένας μικροοργανισμός υπερβαίνει σε ποσότητα τις 100000 ανά ml φρέσκου δείγματος ούρων, μιλάμε για ουρολοίμωξη. Αν το μικρόβιο εντοπίζεται στην ουρήθρα η λοίμωξη ονομάζεται ουρηθρίτιδα, αν εντοπίζεται στην ουροδόχο κύστη - κυστίτιδα, στον προστάτη - προστατίτιδα και στη νεφρική πύελο - πυελονεφρίτιδα.
Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από τους άνδρες από ουρολοιμώξεις. Επειδή η ουρήθρα στις γυναίκες έχει μικρότερο μήκος από ότι στους άντρες, τα μικρόβια καταφέρνουν να φτάνουν πιο εύκολα στην ουροδόχο κύστη. Επίσης βρίσκεται πιο κοντά στην πρωκτική περιοχή παρά στους άντρες. Έτσι τα βακτήρια μπορούν ευκολότερα να μολύνουν την ουρήθρα, να προκαλέσουν κυστίτιδα ή πυελονεφρίτιδα. Το συχνότερο μικρόβιο (80%) που ευθύνεται για τις ουρολοιμώξεις στις γυναίκες είναι η Esherichia coli (κολοβακτηρίδιο) ενώ ακολουθούν ο Staphylococcus saprophyticus, Klebsiella pneumonia, Gardnerella vaginalis, εντερόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι κ.α. Στους άνδρες η Esherichia coli ευθύνεται στο 50% και ακολουθούν ο Proteus, Providencia κ.α.
Τα συμπτώματα μίας ουρολοίμωξης ποικίλουν. Στην κυστίτιδα τα συνηθέστερα συμπτώματα είναι η αυξημένη συχνότητα ούρησης (συχνοουρία), ο πόνος και η δυσκολία κατά την ούρηση (δυσουρία), το αίμα στα ούρα, τα θολά και δύσοσμα ούρα, το αίσθημα καύσους κατά την ούρηση (καυσουρία) και ο πόνος χαμηλά στην κοιλιά. Η προστατίτιδα εμφανίζεται συνήθως με πόνο χαμηλά στην πλάτη, λίγα δυσουρικά ενοχλήματα, αίμα στα ούρα, συχνά πυρετό και έντονο πόνο στη ψηλάφηση του προστάτη με δακτυλική εξέταση. Η πυελονεφρίτιδα είναι σαφώς πιο σοβαρή κατάσταση, με υψηλό πυρετό με ρίγος, τάση για έμετο, έντονο πόνο στην πλάτη εκεί που ανατομικά αντιστοιχούν οι νεφροί (οσφυική χώρα), συχνά μικρός όγκος ούρων.
Η διάγνωση της ουρολοίμωξης θα γίνει με απλή γενική ούρων ή ακόμα και με δοκιμαστική ταινία ούρων (stick ούρων). Επί ύπαρξης νιτρωδών και πυοσφαιρίων στα ούρα μπαίνει η διάγνωση. Ο θεράπων ιατρός ξεκινάει εμπειρικά θεραπεία με αντιβίωση μέχρι να βγουν και τα αποτελέσματα της καλλιέργειας και του αντιβιογράμματος (ευαισθησία του μικροοργανισμού σε διάφορες αντιβιώσεις) όπου μετά ο ιατρός υποχρεούται να επανεξετάσει τη χορηγούμενη αντιβίωση με βάση τις ευαισθησίες που προέκυψαν. Σε απλές μη επιπλεγμένες κυστίτιδες το stick ούρων που γίνεται στο ιατρείο του θεράποντος ιατρού είναι αρκετό να θέσει τη διάγνωση. Σε επιπλεγμένες και υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις ίσως χρειαστεί υπέρηχος νεφρών ή κυστεοσκόπηση.
Για την συλλογή ούρων χρησιμοποιούμε τα δοχεία δειγμάτων που υπάρχουν στα φαρμακεία και τα μικροβιολογικά εργαστήρια. Προηγείται σχολαστικό πλύσιμο των έξω γεννητικών οργάνων και της ουρήθρας με χλιαρό νερό και σαπούνι (όχι αντισηπτικά). Μετά γίνεται συλλόγη του μέσου ρεύματος ούρησης. Όλα αυτά γίνονται πριν τη λήψη αντιβίωσης γιατί θα αλλοιώσει το αποτέλεσμα της καλλιέργειας.
Η θεραπεία ποικίλει αναλόγως την ουρολοίμωξη. Σε μια απλή κυστίτιδα, μία τριήμερη αγωγή στις γυναίκες και επταήμερη στους άνδρες αρκεί. Στην οξεία πυελονεφρίτιδα ενδέχεται να χρειαστεί εισαγωγή σε νοσοκομείο για ενδοφλέβια αντιβιωτική θεραπεία. Στην προστατίτιδα συνιστούμε αγωγή με τις λεγόμενες κινολόνες για τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες. Για όλες τις μορφές ουρολοίμωξης χρειάζεται η άφθονη λήψη υγρών.
Οι επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις που είναι σε συντριπτικό ποσοστό κυστίτιδες είναι συχνότερες στο γυναικείο φύλο. Προδιαθέσικοι παράγοντες για κυστίτιδα είναι εκτός απο τη σεξουαλική επαφή που είναι το κυριότερο αίτιο, η είσοδος ξένων σωμάτων στην κύστη (καθετήρες, ουρολογικά εργαλεία), η εγκυμοσύνη, ο σακχαρώδης διαβήτης και η υπερπλασία του προστάτη. Συνήθως οι επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις οφείλονται σε επαναλοίμωξη (νέα λοίμωξη) και όχι σε υποτροπή της παλιάς. Υποτροπή θεωρείται η λοίμωξη που εμφανίζεται εντός 2 εβδομάδων από τη διακοπή της θεραπείας της αρχικής και οφείλεται στο ίδιο μικρόβιο. Αντίθετα, μία λοίμωξη που εμφανίζεται σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο εβδομάδων μετά τη θεραπεία της αρχικής, θεωρείται επαναλοίμωξη ακόμα και αν το μικρόβιο είναι το ίδιο. Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις χρήζουν εκτεταμένου ουρολογικού ελέγχου και χρειάζεται θεραπεία μηνών. Σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση των υποτροπιάζουσων ουρολοιμώξεων είναι η λεγόμενη χημειοπροφύλαξη, δηλαδή η χορήγηση αντιβιοτικών με σκοπό την πρόληψη του πολλαπλασιασμού των μικροβίων. Η προφυλακτική αντιβίωση, συνεχώς ή άπαξ μετά τη σεξουαλική επαφή, μειώνει τα ποσοστά νόσου σε γυναίκες με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις. Επίσης ιατρικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι η λήψη 200-750 ml ημερησίως χυμού από ένα είδος μούρου (φίγγι, αγγλικά Cranberry), μειώνει τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων στις γυναίκες κατά 10-20%, εμποδίζοντας την προσκόλληση των βακτηρίων στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης. Η πλύση των γεννητικών οργάνων πριν και μετά τη σεξουαλική επαφή επίσης προλαμβάνει τις ουρολοιμώξεις. Στην πρόληψη συμβάλουν και η χρήση προφυλακτικού, η ούρηση κάθε φορά μετά απο σεξουαλική επαφή.
Οι ουρολοιμώξεις στα παιδιά έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι μπορούν να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο και να προκαλέσουν μόνιμες βλάβες στο ουροποιητικό τους σύστημα. Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος είναι οι δεύτερες κατά σειρά συχνότητας λοιμώξεις στα βρέφη και παιδιά, μετά τις λοιμώξεις του αναπνευστικού. Τα συμπτώματα στα παιδιά είναι δύσκολο να αναγνωριστούν. Στα μεγάλα παιδιά που μπορούν να εκφραστούν τα συμπτώματα είναι συνήθως ίδια με των ενηλίκων. Σε μικρότερα παιδιά και βρέφη όμως η διάγνωση είναι δύσκολη γιατί παρουσιάζουν άτυπα συμπτώματα και σημεία. Αυτά είναι πυρετός, ρίγος, εμετούς, ναυτίες, ανησυχία, ανεξήγητες διάρροιες, παρατεταμένο κλάμα, ανορεξία, ανεπαρκής ανάπτυξη βάρους και ύψους, πόνος στην κοιλιά, στην πλάτη και άλλα μη ειδικά σημεία. Τα παιδια με ουρολοιμώξεις πρέπει να υποβάλονται σε έλεγχο (ακτινογραφίες, ενδοφλέβια πυελογραφία, υπέρηχο) έτσι ώστε να αποκλειστούν ανατομικές ανωμαλίες στα νεφρά.
Τέλος θα ήθελα να επισημάνω ότι οι ουρολοιμώξεις απαιτούν έγκαιρη διάγνωση και άμεση αντιμετώπιση από τον θεράποντα ιατρό σας (γενικό ιατρό, ουρολόγο). Εάν αφεθούν μπορούν να προκαλέσουν μόνιμες βλάβες στο ουροποιητικό σύστημα. Σπανιότερα οι επιπλοκές τους μπορούν να θέσουν τη ζωή σε κίνδυνο.