Τηλέφωνο

+30 23810 88.200

 

Η οστεοπόρωση είναι χρόνια πάθηση του μεταβολισμού των οστών, κατά την οποία παρατηρείται σταδιακή μείωση της πυκνότητας και ποιότητάς τους, με αποτέλεσμα αυτά με την πάροδο του χρόνου να γίνονται πιο εύθραυστα και λεπτά. Έτσι προκαλείται αυξανόμενος κίνδυνος κατάγματος (σπασίματος) των οστών, καθώς μειώνεται η ανθεκτικότητα και η ελαστικότητά τους. Πριν το 1982 δεν υπήρχε σοβαρή ενασχόληση της ιατρικής με την οστεοπόρωση. Θεωρούνταν ένα "φυσιολογικό" επακόλουθο των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας που με το παραμικρό πέσιμο έσπαγαν οστά με μεγάλη ευκολία. Τότε δεν κυκλοφορούσαν ούτε φάρμακα για την πάθηση παρά μόνο ασβέστιο. Τα τελευταία 30 χρόνια η έρευνα για τη νόσο κατάφερε από το μηδέν να κάνει μεγάλα άλματα για τη συχνότερη πάθηση των οστών. Η οστεοπόρωση εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 50 ετών, είναι πολύ συχνότερη στις γυναίκες από ότι στους άνδρες και η συχνότητά της αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας. Σύμφωνα με τα ευρήματα επιδημιολογικών μελετών το 30% των Ελληνίδων άνω των 50 πάσχουν από οστεοπόρωση. Η μελέτη γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα αν αναλογιστεί κανείς ότι οι γυναίκες που έχουν οστεοπόρωση, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δηλαδή σε ποσοστό περίπου 75%, δεν το γνωρίζουν. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και αναδεικνύει την ανάγκη για τη διαφώτιση και τη συστηματική ενημέρωση του κοινού και ιδιαίτερα των γυναικών αναφορικά με τις σύγχρονες δυνατότητες τόσο για την έγκαιρη διάγνωση της οστεοπόρωσης, όσο και για την εφαρμογή μέτρων πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψής της.

Η οστεοπόρωση διακρίνεται σε:

  • Πρωτοπαθή:
  1. Μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση
  2. Οστεοπόρωση των ηλικιωμένων ή γεροντική οστεοπόρωση
  • Δευτεροπαθή

Η πιο συχνή μορφή οστεοπόρωσης είναι η μετεμμηνοπαυσιακή. Εμφανίζεται σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και σχετίζεται με τη μειωμένη παραγωγή οιστρογόνων, που φυσιολογικά παρατηρείται σε αυτή την ηλικία των γυναικών. Η λεγόμενη οστεοπόρωση των ηλικιωμένων εμφανίζεται σε γυναίκες και άνδρες ηλικίας 70 ετών και πάνω. Η δευτεροπαθής οστεοπόρωση αναπτύσσεται σε ασθενείς με ορισμένες παθήσεις, όπως είναι π.χ. ο υπερπαραθυρεοειδισμός, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο υπογοναδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός και το σύνδρομο δυσαπορρόφησης. Επίσης δευτεροπαθής οστεοπόρωση μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς που παίρνουν για μακρό χρονικό διάστημα ορισμένα φάρμακα, όπως είναι η κορτιζόνη, η θυρεοειδική ορμόνη σε δόση μεγαλύτερη από ότι χρειάζεται για την αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού, τα αντιεπιληπτικά φάρμακα ή η ηπαρίνη.

Η οστεοπόρωση είναι μια σιωπηρή νόσος, δεν παρουσιάζει δηλ. συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι περνάνε αρκετά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η οστεοπόρωση συνεχώς χειροτερεύει από πλευράς απώλειας οστικής μάζας και διαταραχής της μικροαρχιτεκτονικής δομής των οστών, μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο της σύμπτωμα, που είναι το κάταγμα. Το 40% των οστεοπορωτικών καταγμάτων αφορούν τη σπονδυλική στήλη, 20% τον αυχένα του μηριαίου οστού, 20% το αντιβράχιο και 20% διάφορα άλλα οστά. Τα κατάγματα του αυχένα του μηριαίου οστού και του αντιβραχίου συμβαίνουν πάντοτε μετά από έναν ελαφρό τραυματισμό, όπως είναι π.χ. η πτώση από την όρθια θέση, ενώ συνοδεύονται πάντοτε από πόνο. Αντίθετα, τα σπονδυλικά κατάγματα συμβαίνουν συχνά χωρίς να προηγηθεί τραυματισμός και αρκετές φορές δεν συνοδεύονται από πόνο στη ράχη ή στη μέση. Απώλεια ύψους και κύφωση αποτελούν όψιμες εκδηλώσεις της οστεοπόρωσης και οφείλονται σε σπονδυλικά κατάγματα. Οι παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη οστεοπόρωσης είναι:

  • Γενετικοί
  • Οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης
  • Ιστορικό κατάγματος (και ιδιαίτερα ιστορικό κατάγματος του αυχένα του μηριαίου οστού) στη μητέρα ή στον πατέρα
  • Γυναικείο φύλο
  • Ηλικία άνω των 50 ετών
  • Εμμηνόπαυση/υστερεκτομή
  • Συνεχής λήψη γλυκοκορτικοειδών (κορτιζόνης) σε ημερήσια δόση ίση ή μεγαλύτερη από 7,5 mg πρεδνιζολόνης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 3 μήνες
  • Παθήσεις: Υπερπαραθυρεοειδισμός, ρευματοειδής αρθρίτιδα, υπογοναδισμός, υπερθυρεοειδισμός, σύνδρομο δυσαπορρόφησης.

Οι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου για την οστεοπόρωση είναι η πρόωρη εμμηνόπαυση (πριν από την ηλικία των 45 ετών), διατροφή φτωχή σε ασβέστιο ή βιταμίνη D, έλλειψη σωματικής άσκησης, χαμηλό σωματικό βάρος, κάπνισμα, μεγάλη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, λήψη ορισμένων φαρμάκων όπως κορτιζόνη ή θυροξίνη σε μεγαλυτερες δόσεις.

Η διάγνωση της οστεοπόρωσης, όταν έχει συμβεί κάταγμα, είναι εύκολη και στηρίζεται στο ιστορικό, στην κλινική εξέταση και στη μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Το ενδιαφέρον όμως ερώτημα είναι αν μπορεί η διάγνωση της οστεοπόρωσης να γίνει στο προσυμπτωματικό στάδιο, δηλ. πριν συμβεί το κάταγμα. Η απάντηση είναι καταφατική. Η διάγνωση της οστεοπόρωσης μπορεί να γίνει στο προκαταγματικό στάδιο με μέτρηση της οστικής πυκνότητας, εφόσον τηρούνται οι ενδείξεις για τη χρησιμοποίηση αυτής της διαγνωστικής μεθόδου. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας γίνεται στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης πριν από την ηλικία των 60 ετών ή στο άνω άκρο του μηριαίου οστού στην ηλικία των 60 ετών και πάνω.

Η θεραπεία της οστεοπόρωσης δεν μπορεί να πετύχει πλήρη αναπλήρωση της οστικής μάζας, που έχει ήδη χαθεί, ούτε αποκατάσταση της διαταραγμένης μικροαρχιτεκτονικής δομής των οστών και φυσικά δεν μπορεί να αναιρέσει τις σοβαρές συνέπειες των οστεοπορωτικών καταγμάτων, που μπορεί να έχουν ήδη συμβεί. Σήμερα υπάρχουν πολλά φάρμακα για την θεραπεία της οστεοπόρωσης τα οποία αυξάνουν την οστική πυκνότητα και ελαττώνουν την πιθανότητα για κάταγμα. Το ασβέστιο είναι ένα καθοριστικό στοιχείο για την ανάπτυξη και διατήρηση της οστικής μάζας. Η βιταμίνη D έχει σημαντικό ρόλο για την υγεία των οστών διότι βοηθά τον οργανισμό να απορροφά το ασβέστιο. Η βιταμίνη D είναι μια βιταμίνη που συντίθεται όταν το γυμνό δέρμα έρχεται σε επαφή με τον ήλιο γι’αυτό το πρόβλημα έλλειψης βιταμίνης D επιδεινώνεται στις χώρες που δεν υπάρχει αρκετή ηλιοφάνεια. Η άσκηση, η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου με τα γαλακτοκομικά προϊόντα, η αποφυγή καπνίσματος και η γνώση των παραγόντων κινδύνου αποτελούν την καλύτερη άμυνα ενάντια στην οστεοπόρωση και το φυσικό της επακόλουθο που είναι το κάταγμα.

Η οστεοπόρωση αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας διότι εκτός τις σοβαρές επιπτώσεις στους ασθενείς και στις οικογένειές τους, επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό το σύστημα υγείας (νοσήλεια, χειρουργεία) και την εθνική οικονομία. Κάθε χρόνο στη χώρα μας συμβαίνουν περίπου 13.000 κατάγματα ισχίου, τα οποία στην πλειονότητά τους, αφορούν άτομα άνω των 65 ετών και είναι οστεοπορωτικά (αυτό αποδεικνύεται επειδή συμβαίνουν σε επίπεδο έδαφος με ελάχιστη βία). Από τους ανθρώπους που παθαίνουν κάταγμα ισχίου μόνο το 10% επανέρχεται ακριβώς στην κινητικότητα που είχε πριν το ατύχημα (συχνά π.χ. οι άνθρωποι αυτοί δυσκολεύονται να ανεβούν σκάλες). Μάλιστα, από αυτά τα 13.000 κατάγματα που συμβαίνουν ετησίως, τα 2.800 οδηγούν στο θάνατο. Πολύ λίγες μορφές καρκίνου έχουν αντίστοιχη θνησιμότητα στη χώρα μας. Όταν κάποιος πάθει οστεοπορωτικό κάταγμα του ισχίου, έχει πιθανότητα 20% να αποβεί μοιραίο μέσα στον πρώτο χρόνο και το ποσοστό αυτό αυξάνεται αναλογικά με την ηλικία. Ενδεικτικά αναφέρουν ότι για έναν άνδρα 85 ετών η πιθανότητα να πεθάνει μετά από κάταγμα του ισχίου και μέσα σε ένα χρόνο φτάνει στο 50%. Στην Ευρώπη κάθε 30 δευτερόλεπτα συμβαίνει ένα κάταγμα εξαιτίας της οστεοπόρωσης. Μπορείτε να φανταστείτε τι επιπτώσεις μπορεί να έχει ένα οστεοπορωτικό κάταγμα ισχίου όχι μόνο στον ηλικιωμένο που θα το πάθει αλλά και στο οικογενειακό του περιβάλλον αφού θα τον καθηλώσει σε ένα κρεββάτι χρειάζοντας την βοήθεια άλλων αφού δεν θα μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί . Θυμίζω και πάλι ότι για όλα υπάρχει η πρόληψη. Όλοι >65 και, υπό προυποθέσεις, όλες οι γυναίκες από 50-65 πρέπει να υποβάλονται σε μέτρηση οστικής πυκνότητας για να ελέγξουν την πυκνότητα των οστών τους. Ο γιατρός σας θα σας καθοδηγήσει.

 

πηγή: Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογίας

espa banners final